τζυκάνιο

τζυκάνιο
το / τζυκάνιον, ΝΜ
(στο Βυζ.) άθλημα ανάμεσα σε δύο ομάδες εφίππων που χτυπούσαν με ακόντια ή βέλη μικρή δερμάτινη σφαίρα με σκοπό να τήν οδηγήσουν στο τέρμα τής αντίπαλης ομάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περσ. tshu qan].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τζυκανιστήριο — το / τζυκανιστήριον, ΝΜ (στο Βυζ.) ειδικό στάδιο όπου έπαιζαν το τζυκάνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τζυκάνιον «είδος παιχνιδιού» + επίθημα τήριον μέσω ενός ρ. *τζυκανίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”